διχάζω

διχάζω
διχάζω 1 aor. ἐδίχασα, pass. 3 sg. ἐδιχάσθη (TestAbr A 10 p. 88, 9f [Stone p. 24]) (=divide in two, separate Pla., Pol. 264d; Galen, De Usu Part. II 313, 24 Helmr.; mystery pap [I A.D.]: APF 13, ’39, 212=PSI 1290, 10; Aq. Lev 1:17 and Dt 14:6) to divide in two, pass. πῶς ἐδιχάσθη ἡ γῆ how the earth was split GJs 9:2; ἐδιχάσθη τὸ ὄρος 22:3.—In imagery cause a separation, separate (so PCairMasp 155, 16 [VI A.D.] φθόνος πονηρὸς ἐδίχασε ἡμᾶς; Eustath. ad Od. 7, 325 p. 1582, 12) τινὰ κατά τινος turn someone against someone Mt 10:35.—DELG s.v. δί. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διχάζω — divide in two pres subj act 1st sg διχάζω divide in two pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διχάζω — διχάζω, δίχασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διχάζω — (AM διχάζω) [δίχα] χωρίζω στα δύο μσν. νεοελλ. προκαλώ διάσταση, διαφωνία μσν. αποχωρίζω από κάποιον κάτι («διχάζουσιν ἀπὸ πατέρων τέκνα», Μανασσ.) αρχ. 1. διαιρώ διά δύο 2. είμαι διαιρεμένος 3. φρ. «διχάζω τινὰ κατά τινος» διαιρώ, παρακινώ… …   Dictionary of Greek

  • διχάζω — δίχασα, διχάστηκα, διχασμένος 1. χωρίζω στα δύο: Η κοινή γνώμη είναι διχασμένη. 2. μτφ., προκαλώ διχόνοια: Ο πόλεμος πάντα διχάζει τους ανθρώπους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διχάζῃ — διχάζω divide in two pres subj mp 2nd sg διχάζω divide in two pres ind mp 2nd sg διχάζω divide in two pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναδιχάζω — διχάζω εκ νέου, ξαναδιαιρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + διχάζω. ΠΑΡ. αναδιχασμός] …   Dictionary of Greek

  • διχαζομένων — διχάζω divide in two pres part mp fem gen pl διχάζω divide in two pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διχαζόμενον — διχάζω divide in two pres part mp masc acc sg διχάζω divide in two pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διχασθέντα — διχάζω divide in two aor part pass neut nom/voc/acc pl διχάζω divide in two aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διχάζει — διχάζω divide in two pres ind mp 2nd sg διχάζω divide in two pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διχάζον — διχάζω divide in two pres part act masc voc sg διχάζω divide in two pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”